Κάθε κορίτσι έχει γεννηθεί με ορισμένο αριθμό ωαρίων στις ωοθήκες της. Φυσιολογικά ο αριθμός αυτός ελαττώνεται καθώς μεγαλώνει, μέχρι την ηλικία των 50 περίπου ετών, οπότε φθάνει στην εμμηνόπαυση. Η χημειοθεραπεία και η ακτινοθεραπεία όμως μπορούν να βλάψουν ή να καταστρέψουν ωάρια, κάτι που μπορεί να έχει ως μελλοντικό αποτέλεσμα την υπογονιμότητα ή την πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια.
Η υπογονιμότητα εμφανίζεται όταν δεν υπάρχουν πλέον πολλά ώριμα ωάρια για ωορρηξία ή όταν υπάρχει άλλο αίτιο που να εμποδίζει τη σύλληψη ή τη διατήρηση της κύησης. Πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια (πρώιμη εμμηνόπαυση) είναι η απώλεια της γονιμότητας πριν από την ηλικία των 40 ετών. Σε μια έφηβη μπορεί να εμφανιστεί η έμμηνος ρύση (περίοδος) και η γονιμότητα σε φυσιολογική ηλικία, ωστόσο οι θεραπείες για τον καρκίνο μπορεί να βλάψουν τα ωάρια που υπάρχουν και έτσι να μπει πρώιμα στην εμμηνόπαυση. Για παράδειγμα, ένα κορίτσι μπορεί να μπει σε αντικαρκινική αγωγή στην ηλικία των 16 ετών, να έρθει στη συνέχεια η περίοδος και η γονιμότητα, αλλά να μπει στην εμμηνόπαυση στην ηλικία των 25 ετών.
Επιπρόσθετα, η ακτινοβολία στην περιοχή της πυέλου μπορεί να προκαλέσει βλάβη στη μήτρα, με αποτέλεσμα δυσκολία στη διατήρηση μιας μελλοντικής εγκυμοσύνης.
Οι επιλογές για τη διατήρηση της γονιμότητας στα κορίτσια της προεφηβικής ηλικίας που πρόκειται να υποβληθούν σε θεραπεία καρκίνου είναι η κατάψυξη ωαρίων, η κατάψυξη ωοθηκικού ιστού, η ακτινοπροστασία των ωοθηκών και η μετάθεση των ωοθηκών.