Η δωρεά σπέρματος αποτελεί μία απλή μέθοδο υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, και επιλέγεται σε περιπτώσεις όπου ο υποψήφιος πατέρας είτε δεν έχει καθόλου σπέρμα, είτε είναι φορέας κάποιου γενετικού κληρονομικού νοσήματος. Επιπλέον, σε δωρεά σπέρματος μπορεί, ακόμα, και να οδηγηθεί μία γυναίκα, η οποία δεν έχει μόνιμο σύντροφο και επιθυμεί να τεκνοποιήσει. Σε μία τέτοια περίπτωση, το σπέρμα του δότη θα χρησιμοποιηθεί είτε για ενδομήτρια σπερματέγχυση ή, εναλλακτικά, για εξωσωματική γονιμοποίηση.
Οποιοσδήποτε άνδρας, ο οποίος πληρεί τα κριτήρια (καλή κινητικότητα, καλός αριθμός, καλή μορφολογία, σύμφωνα με τα κριτήρια του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας) μπορεί να γίνει δότης, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται ορισμένες ιατρικές προϋποθέσεις (να μην πάσχει από λοιμώδη νοσήματα, να μην φέρει σημαντικά ή επικίνδυνα γενετικά (κληρονομικά) νοσήματα, να γνωρίζει και να αποδέχεται το γεγονός ότι θα γεννήσει παιδιά με τα οποία δεν θα έχει γονική σχέση, κ.λπ.) αλλά και έχει ολοκληρώσει μια σειρά απαραίτητων εξετάσεων. Όσον αφορά στην νομοθεσία, τίθεται συνήθως ένα ανώτατο όριο ηλικίας (συχνά περί τα 40 ή 50 έτη), προκειμένου να αποφευχθούν ενδείξεις λιγότερο ποιοτικών σπερματοζωαρίων. Τέλος, είναι σημαντικό να τονίσουμε, πως σε αντίθεση με τη δωρεά ωαρίων, στη δωρεά σπέρματος και σύμφωνα με την νομοθεσία, ο υποψήφιος δότης μπορεί να είναι είτε ανώνυμος ή γνωστός στον παραλήπτη. Οι δωρεές που γίνονται σε γνωστό παραλήπτη ονομάζονται άμεσες.
Το άτομο που σκέφτεται να γίνει δωρητής σπέρματος είναι σημαντικό να γνωρίζει ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος για την υγεία του που να σχετίζεται με τη διαδικασία. Επίσης, η τράπεζα σπέρματος, τις περισσότερες φορές, παρέχει ένα χρηματικό πόσο για κάθε δωρεά που περνάει τη διαδικασία του προληπτικού ελέγχου. Η αμοιβή, βέβαια, είναι τέτοια, ώστε να εξισορροπήσει, κυρίως, τον χρόνο που αφιερώνει ο δωρητής, αλλά σε καμία περίπτωση να μη συνιστά το βασικό κίνητρο της δωρεάς. Οι περισσότερες τράπεζες σπέρματος θέτουν ένα όριο στον αριθμό των παιδιών που μπορούν να γεννηθούν με τη βοήθεια του ίδιου δωρητή. Ωστόσο, τα κριτήρια διαφέρουν από Τράπεζα σε Τράπεζα αλλά και από χώρα σε χώρα.